- σύνθοινος
- -ον, Αμέτοχος σε γεύμα, σε δείπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -θοινος (< θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»), πρβλ. εὔ-θοινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύνθοινος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθοίνῳ — σύνθοινος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… … Dictionary of Greek